αλληλοθαυμάζομαι

αλληλοθαυμάζομαι
восхищаться, любоваться друг другом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αλληλοθαυμάζομαι" в других словарях:

  • αλληλοθαυμάζομαι — θαυμάζομαι από κάποιον και αμοιβαία τόν θαυμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + θαυμάζω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοθαυμασμός, αλληλοθαυμαστές (θηλ. στριες)] …   Dictionary of Greek

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοθαυμασμός — ο [αλληλοθαυμάζομαι] το να θαυμάζει ο ένας τον άλλον αμοιβαία, ο αμοιβαίος θαυμασμός …   Dictionary of Greek

  • αλληλοθαυμαστές — οι (θηλ. στριες) [αλληλοθαυμάζομαί] αυτοί που θαυμάζουν αμοιβαία ο ένας τον άλλον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»